- ποτιτερπέτω
- προστέρπωdelightpres imperat act 3rd sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστέρπω — και δωρ. τ. ποτιτέρπω Α τέρπω, ευχαριστώ κάποιον περισσότερο («ἀλλὰ σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτι (βλ. λ. ποτί) + τέρπω] … Dictionary of Greek